- τοπογραφώ
- -έω, ΝΜΑ [τοπογράφος]νεοελλ.συντάσσω τοπογραφικό χάρτη μιας περιοχήςμσν.-αρχ.περιγράφω έναν τόποαρχ.καθορίζω τη θέση ενός τόπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοπογραφώ — τοπογράφησα, τοπογραφήθηκα, τοπογραφημένος 1. συντάσσω τον τοπογραφικό χάρτη περιοχής: Τοπογραφήθηκε ο νομός. 2. ασχολούμαι με τοπογραφικές εργασίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοπογραφῶ — τοπογραφέω describe a place pres subj act 1st sg (attic epic doric) τοπογραφέω describe a place pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)